- χρυσοστολίζω
- ΝΜστολίζω, διακοσμώ κάτι με χρυσό (α. «χρυσοστολισμένο τέμπλο» β. «οἱ στῡλοι δὲ οἱ ἅπαντες κεχρυσοστολισμένοι», Διγεν. Ακρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοστολίζω — χρυσοστόλισα, χρυσοστολίστηκα, χρυσοστολισμένος, στολίζω κάτι με χρυσάφι, χρυσοκεντώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταχρυσώ — καταχρυσῶ, όω (AM, Μ και καταχρυσώνω) [κατάχρυσος] καλύπτω με χρυσό, χρυσοστολίζω, επιχρυσώνω («νηῷ σμικρῷ ξυλίνῳ κατακεχρυσωμένῳ», Ηρόδ.) αρχ. 1. μτφ. λαμπρύνω, κοσμώ («τὴν πόλιν καταχρυσοῡντες καὶ καλλωπίζοντες», Πλούτ.) 2. μτφ. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
χρυσοστόλιστος — η, ο / χρυσοστόλιστος, ον, ΝΜ [χρυσοστολίζω] στολισμένος με χρυσάφι, χρυσοποίκιλτος (α. «χρυσοστόλιστη οροφή» β. «χρυσοστόλιστος ἐκκλησία», Ύμν.) … Dictionary of Greek